Η αρχή της καλής πίστης αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του ιδιωτικού δικαίου και ιδιαίτερα του εμπορικού δικαίου, όπου η ταχύτητα, η εμπιστοσύνη και η ευελιξία των συναλλαγών είναι καθοριστικοί παράγοντες. Πρόκειται για αρχή με διττή λειτουργία: αφενός ερμηνευτική, αφετέρου ρυθμιστική, καθοδηγώντας τη συμπεριφορά των συναλλασσομένων σύμφωνα με την εντιμότητα και την πίστη που απαιτεί η συναλλακτική ζωή.
Στο ελληνικό δίκαιο, η αρχή της καλής πίστης κατοχυρώνεται στο άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι «ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την παροχή σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης, όπως αυτές διαμορφώνονται στις συναλλαγές». Παράλληλα, το άρθρο 200 ΑΚ καθορίζει ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν έκφραση της γενικότερης αρχής της επιείκειας και της προστασίας της εμπιστοσύνης, η οποία διαπερνά ολόκληρο το δίκαιο των συναλλαγών.
Η καλή πίστη λειτουργεί πρωτίστως ως ερμηνευτικό κριτήριο των δηλώσεων βουλήσεως και των όρων μιας σύμβασης. Όταν οι όροι είναι αμφίσημοι ή ελλιπείς, η ερμηνεία οφείλει να συνάδει με το πνεύμα της εντιμότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αντισυμβαλλομένου. Επιπλέον, λειτουργεί και ως ρυθμιστικό μέσο, επιβάλλοντας υποχρεώσεις που δεν απορρέουν ρητώς από τη σύμβαση, αλλά θεωρούνται αυτονόητες βάσει των συναλλακτικών ηθών — όπως η υποχρέωση ενημέρωσης, συνεργασίας ή αποφυγής καταχρηστικής συμπεριφοράς.
Ενδεικτικά, τα δικαστήρια έχουν αναγάγει την καλή πίστη σε εργαλείο συμπλήρωσης ελλείψεων των συμβάσεων. Στην ελληνική νομολογία (π.χ. ΑΠ 1227/2017, ΑΠ 295/2019), έχει γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση πίστης περιλαμβάνει και καθήκοντα προληπτικά ή μετασυμβατικά, όπως η διατήρηση εμπιστευτικότητας ή η αποφυγή ενεργειών που ματαιώνουν τον σκοπό της σύμβασης.
Στις εμπορικές συναλλαγές, η καλή πίστη αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω του επαγγελματικού χαρακτήρα των σχέσεων και της ανάγκης σταθερότητας και προβλεψιμότητας στην αγορά. Οι επαγγελματίες αναλαμβάνουν υποχρεώσεις με αυξημένο βαθμό ευθύνης και οφείλουν να ενεργούν με ειλικρίνεια, επιμέλεια και σεβασμό στα συμφέροντα των συναλλασσομένων.
Η έννοια της «εμπορικής πίστης» (lex mercatoria) έχει ιστορικά αποτελέσει άτυπο δίκαιο των εμπόρων, με κανόνες που διαμορφώθηκαν από την πρακτική της αγοράς. Σήμερα, η αρχή αυτή επανεμφανίζεται μέσα από το ενοποιητικό δίκαιο των εμπορικών σχέσεων, όπως οι Αρχές UNIDROIT και η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις αγαθών (CISG), οι οποίες προβλέπουν ρητώς ότι τα μέρη οφείλουν να ενεργούν «in good faith and in accordance with fair dealing».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ενσωματώσει την καλή πίστη ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, επιδρώντας και στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Ενδεικτικά, η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τους καταχρηστικούς όρους στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές στηρίζεται ρητώς στην έννοια της καλής πίστης, επιβάλλοντας την ακυρότητα ρητρών που παραβιάζουν την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων αποτελεί θεμέλιο της ιδιωτικής αυτονομίας. Ωστόσο, η καλή πίστη λειτουργεί ως ουσιώδες αντίβαρο, αποτρέποντας την καταχρηστική ή ανήθικη άσκηση δικαιωμάτων. Μέσω της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η καλή πίστη συναντάται και στο πεδίο της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, λειτουργώντας ως φραγμός απέναντι σε συμπεριφορές που, αν και τυπικά νόμιμες, αντίκεινται στην επιείκεια και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η νομολογία έχει κάνει εκτεταμένη χρήση της αρχής αυτής για να αντιμετωπίσει φαινόμενα καταχρηστικής συμπεριφοράς σε εμπορικές σχέσεις, όπως μονομερείς αυξήσεις επιτοκίων, αθέμιτους όρους σε συμβάσεις franchising ή πρακτορείας, αλλά και καταχρηστικές ρήτρες αποκλειστικής συνεργασίας.
Η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των έξυπνων συμβολαίων (smart contracts) φέρνει νέες προκλήσεις για την εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης. Σε αυτοματοποιημένες μορφές συναλλαγής, όπου οι όροι εκτελούνται απολογιστικά μέσω λογισμικού, τίθεται το ερώτημα αν και πώς η ανθρώπινη κρίση και η επιείκεια της καλής πίστης μπορούν να εισχωρήσουν σε έναν «κώδικα» που δεν επιδέχεται ερμηνείας.
Η σύγχρονη θεωρία υποστηρίζει ότι η καλή πίστη οφείλει να λειτουργεί ως διορθωτικός μηχανισμός απέναντι στην αυστηρότητα των αλγοριθμικών συναλλαγών, διασφαλίζοντας τη δίκαιη κατανομή κινδύνων και την προστασία της εμπιστοσύνης, ακόμη και όταν τα μέρη «προγραμματίζουν» τη σχέση τους.
Η καλή πίστη, αν και αρχή παλαιάς καταγωγής, παραμένει σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Λειτουργεί ως δυναμικό εργαλείο προσαρμογής του δικαίου στις ανάγκες μιας μεταβαλλόμενης οικονομίας, όπου η ταχύτητα και η τεχνολογία δεν πρέπει να εξαλείφουν την ηθική διάσταση των συναλλαγών. Η ενίσχυση της καλής πίστης συμβάλλει όχι μόνο στη νομική ασφάλεια, αλλά και στη διατήρηση ενός πλαισίου εμπιστοσύνης που αποτελεί την ουσία κάθε υγιούς εμπορικής δραστηριότητας.
Developed by Cactus